- εγκριτικός
- -ή, -όαυτός που δίνει έγκριση ή επιδοκιμασία («εγκριτική απόφαση», «εγκριτικό σημείωμα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκριτικός — ή, ό 1. που εγκρίνεται, ο άξιος έγκρισης, παραδεκτός. 2. διακεκριμένος, διαπρεπής, επίλεκτος: Είναι έγκριτος γιατρός της πόλης μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδοκιμασία, που γίνεται για επιδοκιμασία, εγκριτικός: Ακούστηκαν επιδοκιμαστικά σχόλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)